дрожа́ть Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Me hace temblar el miedo
🇬🇷 Με κάνει να τρέμω από τον φόβο
🇪🇸 La tormenta me hizo temblar
🇬🇷 Η καταιγίδα με έκανε να τρέμω
|
uso cotidiano | |
|
común
🇪🇸 No puedo dejar de temblar
🇬🇷 Δεν μπορώ να σταματήσω να τρέμω
🇪🇸 Estoy temblando de frío
🇬🇷 Τρέμω από το κρύο
|
informal | |
|
raro
🇪🇸 Τα νεύρα σφίγγονται
🇬🇷 Τα νεύρα σφίγγονται
🇪🇸 Ο μυς σφίγγεται λόγω κόπωσης
🇬🇷 Ο μυς σφίγγεται λόγω κόπωσης
|
técnico | |
|
formal
🇪🇸 Η ιστορία με τρομάζει
🇬🇷 Η ιστορία με τρομάζει
🇪🇸 Τρόμαξα όταν άκουσα τον θόρυβο
🇬🇷 Τρόμαξα όταν άκουσα τον θόρυβο
|
literario |