цаклһан Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Me pisaron el pie y me hice un τσακλάκι.
🇬🇷 Με πατήσανε στο πόδι και έκανα τσακλάκι.
🇪🇸 Se torció el tobillo y le salió un τσακλάκι.
🇬🇷 Τραυματίστηκε στον αστράγαλο και του βγήκε τσακλάκι.
|
uso cotidiano | |
|
informal
🇪🇸 Ese tipo es un τσακάλι en el barrio.
🇬🇷 Αυτός ο τύπος είναι τσακάλι στη γειτονιά.
🇪🇸 Cuidado con ese τσακάλι, roba a todos.
🇬🇷 Πρόσεχε αυτό το τσακάλι, κλέβει όλους.
|
jerga | |
|
raro
🇪🇸 El cable tiene un σπασμένο extremo.
🇬🇷 Το καλώδιο έχει σπασμένο άκρο.
🇪🇸 El hueso sufrió una εκδορά durante la operación.
🇬🇷 Το οστό υπέστη εκδορά κατά τη διάρκεια της επέμβασης.
|
técnico | |
|
formal
🇪🇸 El atleta sufrió un τραυματισμό durante el partido.
🇬🇷 Ο αθλητής υπέστη τραυματισμό κατά τη διάρκεια του αγώνα.
🇪🇸 El diagnóstico confirmó un τραυματισμό en la pierna.
🇬🇷 Η διάγνωση επιβεβαίωσε τραυματισμό στο πόδι.
|
formal |