කෘෂිකර්මය Griego
3 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El cultivo y la producción de alimentos es parte de la γεωργία.
🇬🇷 Η καλλιέργεια και η παραγωγή τροφίμων είναι μέρος της γεωργίας.
🇪🇸 La γεωργία ha sido la base de la economía rural durante siglos.
🇬🇷 Η γεωργία ήταν η βάση της αγροτικής οικονομίας για αιώνες.
|
formal | |
|
formal
🇪🇸 El estudio de la αγροτική οικονομία ayuda a mejorar la producción agrícola.
🇬🇷 Η μελέτη της αγροτικής οικονομίας βοηθά στη βελτίωση της γεωργικής παραγωγής.
🇪🇸 La αγροτική οικονομία abarca aspectos de la producción, distribución y consumo agrícola.
🇬🇷 Η αγροτική οικονομία καλύπτει πτυχές της παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης γεωργικών προϊόντων.
|
científico | |
|
técnico
🇪🇸 La γεωργικό επιστημονικό πεδίο incluye estudios sobre cultivos y suelos.
🇬🇷 Το γεωργικό επιστημονικό πεδίο περιλαμβάνει μελέτες για τις καλλιέργειες και το έδαφος.
🇪🇸 El avance en la γεωργικό επιστημονικό πεδίο ha mejorado los rendimientos agrícolas.
🇬🇷 Η πρόοδος στο γεωργικό επιστημονικό πεδίο έχει βελτιώσει τις αποδόσεις των καλλιεργειών.
|
técnico |