ακρωτηριάζω Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El cirujano decidió ακρωτηριάζω la pierna para salvar la vida del paciente.
🇬🇷 Ο χειρουργός αποφάσισε να ακρωτηριάσει το πόδι για να σώσει τη ζωή του ασθενή.
🇪🇸 Durante la amputación, el doctor ακρωτηριάζω la extremidad afectada.
🇬🇷 Κατά τη διάρκεια της ακρωτηριασμού, ο γιατρός ακρωτηρίασε το προσβεβλημένο άκρο.
|
formal | |
|
común
🇪🇸 El paciente fue ακρωτηριάζω debido a la gangrena.
🇬🇷 Ο ασθενής ακρωτηριάστηκε λόγω γάγγραινας.
🇪🇸 El tratamiento incluía ακρωτηριάζω para evitar la propagación de la infección.
🇬🇷 Η θεραπεία περιελάμβανε ακρωτηριασμό για να αποτραπεί η εξάπλωση της λοίμωξης.
|
médico | |
|
raro
🇪🇸 En su novela, el autor ακρωτηριάζω la esperanza de los personajes.
🇬🇷 Στο μυθιστόρημά του, ο συγγραφέας ακρωτηριάζει την ελπίδα των χαρακτήρων.
🇪🇸 Sus palabras ακρωτηριάζω la alma del protagonista.
🇬🇷 Τα λόγια του ακρωτηριάζουν την ψυχή του πρωταγωνιστή.
|
literario | |
|
jerga
🇪🇸 No me hagas ακρωτηριάζω con esas críticas.
🇬🇷 Μην με κάνεις να ακρωτηριάσω με αυτές τις κριτικές.
🇪🇸 Sus comentarios ακρωτηριάζω la moral del equipo.
🇬🇷 Τα σχόλιά του ακρωτηριάζουν το ηθικό της ομάδας.
|
coloquial |