μοναχοπαίδι Griego
3 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 Él es un μοναχοπαίδι en su familia.
🇬🇷 Αυτός είναι μοναχοπαίδι στην οικογένειά του.
🇪🇸 Ser μοναχοπαίδι tiene sus ventajas y desventajas.
🇬🇷 Το να είσαι μοναχοπαίδι έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του.
|
lengua estándar | |
|
común
🇪🇸 Él es el μοναχογιός de sus padres.
🇬🇷 Αυτός είναι ο μοναχογιός των γονιών του.
🇪🇸 El μοναχογιός suele recibir mucha atención.
🇬🇷 Ο μοναχογιός συνήθως λαμβάνει πολλή προσοχή.
|
uso cotidiano | |
|
común
🇪🇸 Ella es la μοναχοκόρη de su familia.
🇬🇷 Αυτή είναι η μοναχοκόρη της οικογένειάς της.
🇪🇸 La μοναχοκόρη siempre ha sido muy querida.
🇬🇷 Η μοναχοκόρη πάντα ήταν πολύ αγαπητή.
|
uso cotidiano |