възнаграждение Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El empleado recibió su вознаграждение al final del mes.
🇬🇷 Ο υπάλληλος πήρε την αμοιβή του στο τέλος του μήνα.
🇪🇸 La вознаграждение por su trabajo fue justa.
🇬🇷 Η αμοιβή για τη δουλειά του ήταν δίκαιη.
|
formal | |
|
común
🇪🇸 Recibió una вознаграждение por sus esfuerzos.
🇬🇷 Έλαβε μια ανταμοιβή για τις προσπάθειές του.
🇪🇸 Su trabajo fue recompensado con una вознаграждение.
🇬🇷 Η δουλειά του ανταμείφθηκε με μια ανταμοιβή.
|
literario | |
|
raro
🇪🇸 Buscaba вознаграждение para sus acciones.
🇬🇷 Ψάχνει για εκδίκηση για τις ενέργειές του.
🇪🇸 No esperes вознаграждение por ayudar.
🇬🇷 Μην περιμένεις εκδίκηση από το να βοηθάς.
|
coloquial | |
|
común
🇪🇸 El вознаграждение por el trabajo fue depositado en la cuenta.
🇬🇷 Η αμοιβή για τη δουλειά κατατέθηκε στον λογαριασμό.
🇪🇸 La empresa ofrece вознаграждение competitivo.
🇬🇷 Η εταιρεία προσφέρει ανταμοιβή ανταγωνιστική.
|
negocios |