Abortar Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 La mujer decidió abortar por motivos de salud.
🇬🇷 Η γυναίκα αποφάσισε να κάνει έκτρωση για λόγους υγείας.
🇪🇸 El aborto es un tema muy delicado en la sociedad.
🇬🇷 Η έκτρωση είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα στην κοινωνία.
|
médico | |
|
común
🇪🇸 El aborto legal está permitido en algunos países.
🇬🇷 Η νόμιμη διακοπή κύησης επιτρέπεται σε ορισμένες χώρες.
🇪🇸 Las leyes sobre la interrupción del embarazo varían según el país.
🇬🇷 Οι νομοθεσίες σχετικά με τη διακοπή κύησης διαφέρουν από χώρα σε χώρα.
|
legal | |
|
común
🇪🇸 El médico decidió abortar el procedimiento.
🇬🇷 Ο γιατρός αποφάσισε να διακόψει τη διαδικασία.
🇪🇸 Se abortó el intento debido a complicaciones.
🇬🇷 Ο προσπάθεια διακόπηκε λόγω επιπλοκών.
|
técnico | |
|
común
🇪🇸 Decidieron abortar la misión.
🇬🇷 Αποφάσισαν να τερματίσουν την αποστολή.
🇪🇸 La empresa abortó el proyecto por falta de fondos.
🇬🇷 Η εταιρεία τερμάτισε το έργο λόγω έλλειψης χρημάτων.
|
uso cotidiano |