alcalino Griego
3 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El pH de la solución es alcalino
🇬🇷 Το pH της διαλύματος είναι αλκαλικό
🇪🇸 El agua alcalina tiene un pH mayor que 7
🇬🇷 Το αλκαλικό νερό έχει pH μεγαλύτερο από το 7
|
científico | |
|
común
🇪🇸 Los compuestos alcalinos reaccionan rápidamente
🇬🇷 Οι αλκαλικοί ενώσεις αντιδρούν γρήγορα
🇪🇸 El suelo alcalino afecta la vegetación
🇬🇷 Το αλκαλικό έδαφος επηρεάζει τη βλάστηση
|
técnico | |
|
común
🇪🇸 El material tiene propiedades alcalinas
🇬🇷 Το υλικό έχει αλκαλικές ιδιότητες
🇪🇸 Se recomienda usar soluciones alcalinas en este proceso
🇬🇷 Συνιστάται η χρήση αλκαλικών διαλυμάτων σε αυτή τη διαδικασία
|
formal |