destetar Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El niño fue destetado a los 12 meses
🇬🇷 Το παιδί απογαλακτίστηκε στους 12 μήνες
🇪🇸 El proceso de destete puede ser gradual
🇬🇷 Η διαδικασία απογαλακτισμού μπορεί να είναι σταδιακή
|
formal | |
|
común
🇪🇸 El estudio analiza el destete en mamíferos
🇬🇷 Η μελέτη αναλύει το απογαλακτισμό στα θηλαστικά
🇪🇸 El proceso de destete implica cambios fisiológicos
🇬🇷 Η διαδικασία απογαλακτισμού περιλαμβάνει φυσιολογικές αλλαγές
|
científico | |
|
común
🇪🇸 Voy a destetar a mi bebé este mes
🇬🇷 Θα σταματήσω το θηλασμό του μωρού μου αυτόν τον μήνα
🇪🇸 La madre decidió destetar a su hijo
🇬🇷 Η μητέρα αποφάσισε να σταματήσει το θηλασμό του παιδιού της
|
uso cotidiano | |
|
raro
🇪🇸 La novela describe el proceso de destete de un cachorro
🇬🇷 Το μυθιστόρημα περιγράφει τη διαδικασία απογαλακτισμού ενός κουταβιού
🇪🇸 El niño fue destetado en un entorno rural
🇬🇷 Το παιδί απογαλακτίστηκε σε αγροτικό περιβάλλον
|
literario |