hésiter Griego

4 traducciones
Traducción Contexto Audio
común
🇪🇸 No quiero hésiter en tomar una decisión.
🇬🇷 Δεν θέλω να διστάσω να πάρω μια απόφαση.
🇪🇸 Debes hésiter antes de actuar.
🇬🇷 Πρέπει να διστάσεις πριν δράσεις.
formal
común
🇪🇸 Estoy hésiter sobre qué camino tomar.
🇬🇷 Διαπληκτίζομαι για το ποιο δρόμο να ακολουθήσω.
🇪🇸 Hésiter puede ser frustrante.
🇬🇷 Το να διστάζεις μπορεί να είναι αποθαρρυντικό.
uso cotidiano
raro
🇪🇸 Hésiter puede implicar una duda legal.
🇬🇷 Η αναστολή μπορεί να συνεπάγεται νομική αμφιβολία.
🇪🇸 El juez mostró hésiter en la decisión.
🇬🇷 Ο δικαστής εξέφρασε αναστολή στην απόφαση.
legal
común
🇪🇸 Su hésiter revela sus dudas internas.
🇬🇷 Η αμφιβολία του αποκαλύπτει τις εσωτερικές του αμφιβολίες.
🇪🇸 El protagonista hésiter en la encrucijada.
🇬🇷 Ο πρωταγωνιστής διστάζει στο σταυροδρόμι.
literario