jurar Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El testigo juró decir la verdad
🇬🇷 Ο μάρτυρας ορκίστηκε να πει την αλήθεια
🇪🇸 El abogado juró defender a su cliente
🇬🇷 Ο δικηγόρος ορκίστηκε να υπερασπιστεί τον πελάτη του
|
formal | |
|
común
🇪🇸 Juro que no lo hice
🇬🇷 Ορκίζομαι ότι δεν το έκανα
🇪🇸 Te juro que te ayudaré
🇬🇷 Σε ορκίζομαι ότι θα σε βοηθήσω
|
uso cotidiano | |
|
común
🇪🇸 Juro que cumpliré mi promesa
🇬🇷 Ορκίζομαι ότι θα εκπληρώσω την υπόσχεσή μου
🇪🇸 Juro guardar secreto
🇬🇷 Ορκίζομαι να διατηρήσω το μυστικό
|
formal | |
|
raro
🇪🇸 El juez juró condenar al culpable
🇬🇷 Ο δικαστής ορκίστηκε να καταδικάσει τον ένοχο
🇪🇸 El jurado juró emitir un veredicto
🇬🇷 Το σώμα ενόρκων ορκίστηκε να εκδώσει ετυμηγορία
|
legal |