vyšetření Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇪🇸 El médico realizó un vyšetření completo
🇬🇷 Ο γιατρός πραγματοποίησε μια ολοκληρωμένη εξέταση
🇪🇸 Necesitan hacer un vyšetření antes de la operación
🇬🇷 Πριν από την επέμβαση χρειάζεται να κάνουν μια εξέταση
|
médico | |
|
común
🇪🇸 El juez ordenó un vyšetření de la evidencia
🇬🇷 Ο δικαστής διέταξε εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων
🇪🇸 La policía realizó un vyšetření en la escena del crimen
🇬🇷 Η αστυνομία πραγματοποίησε εξέταση στον τόπο του εγκλήματος
|
legal | |
|
común
🇪🇸 El estudiante pasó un vyšetření en su tesis
🇬🇷 Ο φοιτητής πέρασε μια εξέταση στη διατριβή του
🇪🇸 El profesor solicitó un vyšetření de los resultados
🇬🇷 Ο καθηγητής ζήτησε εξέταση των αποτελεσμάτων
|
académico | |
|
común
🇪🇸 Tengo que hacer un vyšetření en el hospital
🇬🇷 Πρέπει να κάνω μια εξέταση στο νοσοκομείο
🇪🇸 ¿Cuándo será el vyšetření?
🇬🇷 Πότε θα γίνει η εξέταση;
|
uso cotidiano |