生み出す Griego
3 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇯🇵 新しいアイデアを生み出すのは難しい
🇬🇷 Η δημιουργία νέων ιδεών είναι δύσκολη
🇯🇵 彼は素晴らしい作品を生み出した
🇬🇷 Αυτός δημιούργησε ένα υπέροχο έργο
|
formal | |
|
raro
🇯🇵 彼の芸術は新たな形を生み出した
🇬🇷 Η τέχνη του δημιούργησε μια νέα μορφή
🇯🇵 自然は美しいものを生み出す
🇬🇷 Η φύση δημιουργεί όμορφα πράγματα
|
literario | |
|
común
🇯🇵 この工場は大量の製品を生み出す
🇬🇷 Αυτή η μονάδα παράγει μεγάλες ποσότητες προϊόντων
🇯🇵 酵母はパンを生み出す
🇬🇷 Μαγιά παράγει ψωμί
|
técnico |