лимо́н Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇺🇦 Я купив лимон
🇬🇷 Έχω αγοράσει ένα λεμόνι
🇺🇦 Лимон додається до салату
🇬🇷 Το λεμόνι προστίθεται στη σαλάτα
|
uso cotidiano | |
|
común
🇺🇦 Я п'ю лимонну воду
🇬🇷 Πίνω λεμονάδα
🇺🇦 Лимонна вода дуже освіжає
🇬🇷 Η λεμονάδα είναι πολύ δροσιστική
|
informal | |
|
formal
🇺🇦 Це зразок лимона для аналізу
🇬🇷 Αυτό είναι ένα δείγμα λεμονιού για ανάλυση
🇺🇦 Лимон використовується в хімічних дослідженнях
🇬🇷 Το λεμόνι χρησιμοποιείται σε χημικές εξετάσεις
|
técnico | |
|
raro
🇺🇦 У його оповіданні з'являється лимон
🇬🇷 Στην ιστορία του εμφανίζεται ένα λεμόνι
🇺🇦 Лимон символізує свіжість і чистоту
🇬🇷 Το λεμόνι συμβολίζει τη φρεσκάδα και την καθαριότητα
|
literario |